προσμυθούμαι

προσμυθούμαι
και επικ. τ. προτιμυθοῡμαι, -έομαι, Α
(αποθ.) προσφωνώ κάποιον, προσαγορεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + μυθοῦμαι «λέγω, ομιλώ, καλώ κάποιον με το όνομά του»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποτιμυθούμαι — έομαι, Α (δωρ. τ.) προσμυθοῡμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + μυθοῡμαι] …   Dictionary of Greek

  • προτιμυθέομαι — οῡμαι, Α (δωρ. τ.) βλ. προσμυθοῡμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”